κολακεύω

κολακεύω
(AM κολακεύω) [κόλαξ]
1. συμπεριφέρομαι σε κάποιον με υπερβολική φιλοφροσύνη για να αποκτήσω την εύνοιά του για ιδιοτελείς σκοπούς, περιποιούμαι ή επαινώ υπερβολικά κάποιον, καλοπιάνω (α. «κολακεύει τον θείο του για να πάρει την περιουσία του» β. «τιμᾱν ἂν τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα καὶ τοὺς ἄλλους οἰκείους... ἢ τοὺς κολακεύοντας», Πλάτ.)
2. παθ. κολακεύομαι
δέχομαι ευχαρίστως τις κολακείες, ευχαριστούμαι όταν μού κάνουν κολακείες
νεοελλ.
1. κάνω κάποιον να υπερηφανεύεται, προξενώ τιμή ή ικανοποίηση σε κάποιον («η φιλία σας μέ κολακεύει»)
2. μτφ. ανεβάζω κάποιον πάνω από την πραγματική του αξία, κάνω κάποιον καλύτερο («τήν κολακεύει πολύ αυτό το φόρεμα»
3. μέσ. ικανοποιούμαι, ευχαριστούμαι, μού αρέσει («κολακεύομαι να πιστεύω ότι θα δεχθείτε την πρότασή μου»)
μσν.-αρχ.
1. κάνω κάτι ήπιο, μαλακό, καταπραΰνω, μαλακώνω
2. μτφ. κάνω κάτι ευχάριστο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κολακεύω — to be a flatterer pres subj act 1st sg κολακεύω to be a flatterer pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολακεύω — κολακεύω, κολάκεψα βλ. πίν. 17 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κολακεύω — κολάκευσα και κολάκεψα, κολακεύτηκα, κολακευμένος 1. επαινώ κάποιον για να αποχτήσω την εύνοιά του, καλοπιάνω: Κολακεύει τον επιθεωρητή του για να του κάνει καλές εκθέσεις. 2. κάνω κάποιον να περηφανευτεί, του προξενώ ικανοποίηση: Με κολακεύει η… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κολακεύετε — κολακεύω to be a flatterer pres imperat act 2nd pl κολακεύω to be a flatterer pres ind act 2nd pl κολακεύω to be a flatterer imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολακεύσει — κολακεύω to be a flatterer aor subj act 3rd sg (epic) κολακεύω to be a flatterer fut ind mid 2nd sg κολακεύω to be a flatterer fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολακεύσουσι — κολακεύω to be a flatterer aor subj act 3rd pl (epic) κολακεύω to be a flatterer fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κολακεύω to be a flatterer fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολακεύσω — κολακεύω to be a flatterer aor subj act 1st sg κολακεύω to be a flatterer fut ind act 1st sg κολακεύω to be a flatterer aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολακεύσῃ — κολακεύω to be a flatterer aor subj mid 2nd sg κολακεύω to be a flatterer aor subj act 3rd sg κολακεύω to be a flatterer fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολακεύῃ — κολακεύω to be a flatterer pres subj mp 2nd sg κολακεύω to be a flatterer pres ind mp 2nd sg κολακεύω to be a flatterer pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεκολακευκότα — κολακεύω to be a flatterer perf part act neut nom/voc/acc pl κολακεύω to be a flatterer perf part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”